Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

μένω χωρίς

См. также в других словарях:

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • απομένω — (AM ἀπομένω) υπολείπομαι μσν. 1. παραμένω, μένω πίσω 2. μένω ζωντανός 3. διατηρούμαι 4. μένω ακίνητος 5. πεθαίνω ξαφνικά 6. καταντώ 7. υπομένω νεοελλ. 1. μένω χωρίς προστασία, εγκαταλείπομαι («απόμειναν ορφανά στους πέντε δρόμους») 2. μένω με το… …   Dictionary of Greek

  • ξεμένω — 1. μένω μόνος 2. αποτελειώνω, μένω χωρίς κάτι («ξέμεινα από τσιγάρα») …   Dictionary of Greek

  • ξεκληρίζω — ξεκλήρισα, ξεκληρίστηκα, ξεκληρισμένος 1. μτβ., εξοντώνω την κλήρα, τη γενιά κάποιου, αφανίζω: Τους ξεκλήρισε η αρρώστια. 2. αμτβ., μένω χωρίς κλήρα, χωρίς συγγενείς, αφανίζομαι: Όλη η γενιά τους ξεκληρίστηκε (ή ξεκλήρισε) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλουτώ — ἀλουτῶ ( έω) (Α) [ἄλουτος] είμαι άλουστος, μένω χωρίς λουτρό …   Dictionary of Greek

  • ατεκνεύω — (Μ ἀτεκνεύω) χάνω τα παιδιά μου, μένω χωρίς παιδιά μσν. 1. χάνω τον απόγονο από πρόωρο τοκετό 2. κάνω κάποιον άτεκνο …   Dictionary of Greek

  • ατεκνώ — (Α ἀτεκνῶ, έω, Μ ἀτεκνῶ, όω) [άτεκνος] μσν. καθιστώ κάποιον άτεκνο αρχ. 1. (για χώρα) είμαι άκαρπος 2. χάνω τα παιδιά μου, μένω χωρίς παιδιά …   Dictionary of Greek

  • λιποβοτανώ — λιποβοτανῶ, έω (Α) μένω χωρίς χλόη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + βοτανῶ (< βοτάνη)] …   Dictionary of Greek

  • ξεπαραδιάζω — 1. υποβάλλω κάποιον σε μεγάλα έξοδα 2. μέσ. ξεπαραδιάζομαι μένω χωρίς χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + παράς / παράδες] …   Dictionary of Greek

  • ξεσαμαρώνω — 1. βγάζω το σαμάρι από το υποζύγιο 2. μέσ. ξεσαμαρώνομαι α) (για υποζύγιο) μού πέφτει το σαμάρι, μένω χωρίς σαμάρι β) (για πρόσ.) χάνω κάθε ηθικό φραγμό, εκτραχηλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + σαμαρώνω] …   Dictionary of Greek

  • ψιλώνω — ψιλῶ, όω, ΝΜΑ [ψιλός] 1. μαδώ τις τρίχες, καθιστώ κάτι άτριχο, αποψιλώνω 2. γραμμ. βάζω ψιλή στο αρχικό φωνήεν μιας λέξης αρχ. 1. (γενικά) απογυμνώνω, αποστερώ («ἐπωμίδα σαρκῶν ψιλοῡν», Ιπποκρ.) 2. λεηλατώ, ληστεύω («τὸ χωρίον ψιλῶσαι», Δίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»